- ὀλιγοδύναμος
- ὀλιγοδύναμοςineffectualmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγοδύναμος — και λιγοδύναμος, η, ο (Α ὀλιγοδύναμος, ον) αυτός που έχει μικρή δύναμη, ασθενικός, άτονος, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δύναμη] … Dictionary of Greek
ὀλιγοδύναμον — ὀλιγοδύναμος ineffectual masc/fem acc sg ὀλιγοδύναμος ineffectual neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοδυνάμων — ὀλιγοδύναμος ineffectual masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγοδύναμος — η, ο βλ. ολιγοδύναμος … Dictionary of Greek
ολιγοδυναμώ — ὀλιγοδυναμῶ, έω (Α) [ολιγοδύναμος] έχω μικρή δύναμη, είμαι ασθενικός, άτονος, αδύναμος … Dictionary of Greek